- ἐπίσημος
- ἐπίσημοςserving to distinguishmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επίσημος — η, ο επίρρ. α 1. (για νομίσματα), που έχει στην επιφάνειά του σήμα, σημασμένος (αντίθ. άσημος):Επίσημος χρυσός (ο κομμένος σε νομίσματα). 2. που προέρχεται από κάποια δημόσια αρχή, κρατικός (αντίθ. ανεπίσημος):Επίσημο έγγραφο. 3. που έχει κύρος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισημότερον — ἐπίσημος serving to distinguish adverbial comp ἐπίσημος serving to distinguish masc acc comp sg ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πίσημος — ἐπίσημος , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπίσημος — ἐπίσημος , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημοτάτω — ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut nom/voc/acc superl dual ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημοτάτων — ἐπίσημος serving to distinguish fem gen superl pl ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημοτέραις — ἐπίσημος serving to distinguish fem dat comp pl ἐπισημοτέρᾱͅς , ἐπίσημος serving to distinguish fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημοτέρων — ἐπίσημος serving to distinguish fem gen comp pl ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημότατα — ἐπίσημος serving to distinguish adverbial superl ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)